πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θύσανος οι θύσανοι
      γενική του θυσάνου
& θύσανου
των θυσάνων
    αιτιατική τον θύσανο τους θυσάνους
     κλητική θύσανε θύσανοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θύσανος σε κουρτίνα
Νέφη θύσανοι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θύσανος αρσενικό

  1. τα νήματα δεμένα μαζί σε ένα άκρο τους ενώ αφήνονται να κινούνται ελεύθερα στο άλλο άκρο, η φούντα
  2. (μετεωρολογία) το είδος νεφών, τα οποία έχουν λευκή και διάφανη όψη
  3. (βιολογία) το όνομα νηματοειδούς ταξιανθίας

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία