θύσανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θύσανος | οι | θύσανοι |
γενική | του | θυσάνου & θύσανου |
των | θυσάνων |
αιτιατική | τον | θύσανο | τους | θυσάνους |
κλητική | θύσανε | θύσανοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύσανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύσανος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύσανος αρσενικό
- τα νήματα δεμένα μαζί σε ένα άκρο τους ενώ αφήνονται να κινούνται ελεύθερα στο άλλο άκρο, η φούντα
- (μετεωρολογία) το είδος νεφών, τα οποία έχουν λευκή και διάφανη όψη
- (βιολογία) το όνομα νηματοειδούς ταξιανθίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία νήμα
|
είδος νεφών
|
ταξιανθία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θύσανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας