Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φοινικώνας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φοινικών
ας
οι
φοινικών
ες
γενική
του
φοινικών
α
των
φοινικών
ων
αιτιατική
τον
φοινικών
α
τους
φοινικών
ες
κλητική
φοινικών
α
φοινικών
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φοινικώνας
< (
καθαρεύουσα
)
φοινικών
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φοινικώνας
αρσενικό
δάσος
,
άλσος
με φοίνικες, περιοχή με πολλά
φοινικόδεντρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φοινικώνας
γαλλικά
:
palmeraie
(fr)
γαλικιανά
:
palmeiral
(gl)
πορτογαλικά
:
palmeiral
(pt)