άλσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλσος | τα | άλση |
γενική | του | άλσους | των | αλσών |
αιτιατική | το | άλσος | τα | άλση |
κλητική | άλσος | άλση | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άλσος < αρχαία ελληνική ἄλσος
Ουσιαστικό επεξεργασία
άλσος ουδέτερο
- μικρό δάσος, αυτοφυές, που βρίσκεται μέσα στα όρια κατοικημένης περιοχής