park
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
park | parks |
park (en)
- το πάρκο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | park |
γ΄ ενικό ενεστώτα | parks |
αόριστος | parked |
παθητική μετοχή | parked |
ενεργητική μετοχή | parking |
park (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παρκάρω, σταθμεύω
- ⮡ parked cars - παρκαρισμένα αυτοκίνητα
- ⮡ Where have you parked?
- Πού έχεις παρκάρει;
- ⮡ I looking to find a spot/space to park.
- Ψάχνω να βρω θέση/χώρο για να παρκάρω.
- ⮡ Don’t park in the entrance of the garage.
- Μην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ.
- ⮡ Can I park here?
- Μπορώ να σταθμέυσω εδώ;
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) αράζω, κάθομαι ή στέκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος για ένα χρονικό διάστημα
- ⮡ They parked themselves in the armchairs and expected me to do everything.
- Αράξανε στις πολυθρόνες και τα περιμένανε όλα από μένα.
- ⮡ They parked themselves in the armchairs and expected me to do everything.
Πηγές
επεξεργασία
Αλβανικά (sq)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpark (sq) (οριστικός τύπος: parku)
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpark (sr)
- λατινική γραφή του парк
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpark (cs) αρσενικό
- το πάρκο