Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
park parks

park (en)

ενεστώτας park
γ΄ ενικό ενεστώτα parks
αόριστος parked
παθητική μετοχή parked
ενεργητική μετοχή parking

park (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρκάρω, σταθμεύω
    ⮡  parked cars - παρκαρισμένα αυτοκίνητα
    ⮡  Where have you parked?
    Πού έχεις παρκάρει;
    ⮡  I looking to find a spot/space to park.
    Ψάχνω να βρω θέση/χώρο για να παρκάρω.
    ⮡  Don’t park in the entrance of the garage.
    Μην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ.
    ⮡  Can I park here?
    Μπορώ να σταθμέυσω εδώ;
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) αράζω, κάθομαι ή στέκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος για ένα χρονικό διάστημα
    ⮡  They parked themselves in the armchairs and expected me to do everything.
    Αράξανε στις πολυθρόνες και τα περιμένανε όλα από μένα.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

park (sq) (οριστικός τύπος: parku)

  1. πάρκο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

park (sr)

  • λατινική γραφή του парк



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

park (cs) αρσενικό

  1. το πάρκο