Ετυμολογία

επεξεργασία
σταθμεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταθμεύω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική stationner [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /staˈθme.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταθ‐μεύ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: στα‐θμεύ‐ω

σταθμεύω, αόρ.: στάθμευσα, μτχ.π.π.: σταθμευμένος

  • οδηγώ ένα όχημα σε συγκεκριμένη θέση που δεν εμποδίζει την κυκλοφορία και το σταματώ εκεί
    ※  Απέφυγα να σταθμεύσω κοντά στο λιμεναρχείο και άφησα το αυτοκίνητο πίσω από τις εμπορικές αποθήκες. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής [διήγημα])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

σταθμεύω