Ετυμολογία

επεξεργασία

σταθμεύω, αόρ.: στάθμευσα, μτχ.π.π.: σταθμευμένος

  • οδηγώ ένα όχημα σε συγκεκριμένη θέση που δεν εμποδίζει την κυκλοφορία και το σταματώ εκεί
      Απέφυγα να σταθμεύσω κοντά στο λιμεναρχείο και άφησα το αυτοκίνητο πίσω από τις εμπορικές αποθήκες. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής [διήγημα])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία