σταθμεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταθμεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταθμεύω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική stationner [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /staˈθme.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταθ‐μεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : στα‐θμεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασταθμεύω, αόρ.: στάθμευσα, μτχ.π.π.: σταθμευμένος
- οδηγώ ένα όχημα σε συγκεκριμένη θέση που δεν εμποδίζει την κυκλοφορία και το σταματώ εκεί
- ※ Απέφυγα να σταθμεύσω κοντά στο λιμεναρχείο και άφησα το αυτοκίνητο πίσω από τις εμπορικές αποθήκες. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής [διήγημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταθμεύω | στάθμευα | θα σταθμεύω | να σταθμεύω | σταθμεύοντας | |
β' ενικ. | σταθμεύεις | στάθμευες | θα σταθμεύεις | να σταθμεύεις | στάθμευε | |
γ' ενικ. | σταθμεύει | στάθμευε | θα σταθμεύει | να σταθμεύει | ||
α' πληθ. | σταθμεύουμε | σταθμεύαμε | θα σταθμεύουμε | να σταθμεύουμε | ||
β' πληθ. | σταθμεύετε | σταθμεύατε | θα σταθμεύετε | να σταθμεύετε | σταθμεύετε | |
γ' πληθ. | σταθμεύουν(ε) | στάθμευαν σταθμεύαν(ε) |
θα σταθμεύουν(ε) | να σταθμεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στάθμευσα | θα σταθμεύσω | να σταθμεύσω | σταθμεύσει | ||
β' ενικ. | στάθμευσες | θα σταθμεύσεις | να σταθμεύσεις | στάθμευσε | ||
γ' ενικ. | στάθμευσε | θα σταθμεύσει | να σταθμεύσει | |||
α' πληθ. | σταθμεύσαμε | θα σταθμεύσουμε | να σταθμεύσουμε | |||
β' πληθ. | σταθμεύσατε | θα σταθμεύσετε | να σταθμεύσετε | σταθμεύστε | ||
γ' πληθ. | στάθμευσαν σταθμεύσαν(ε) |
θα σταθμεύσουν(ε) | να σταθμεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταθμεύσει | είχα σταθμεύσει | θα έχω σταθμεύσει | να έχω σταθμεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταθμεύσει | είχες σταθμεύσει | θα έχεις σταθμεύσει | να έχεις σταθμεύσει | έχε σταθμευμένο | |
γ' ενικ. | έχει σταθμεύσει | είχε σταθμεύσει | θα έχει σταθμεύσει | να έχει σταθμεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταθμεύσει | είχαμε σταθμεύσει | θα έχουμε σταθμεύσει | να έχουμε σταθμεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταθμεύσει | είχατε σταθμεύσει | θα έχετε σταθμεύσει | να έχετε σταθμεύσει | έχετε σταθμευμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σταθμεύσει | είχαν σταθμεύσει | θα έχουν σταθμεύσει | να έχουν σταθμεύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σταθμευμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σταθμευμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σταθμευμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σταθμευμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σταθμευμένος - είμαστε, είστε, είναι σταθμευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σταθμευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σταθμευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σταθμευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σταθμευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σταθμευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σταθμευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σταθμεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασταθμεύω
- (ελληνιστική κοινή) πιάνω διαμονή, κατάλυμα
Πηγές
επεξεργασία- σταθμεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.