πάρκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάρκο | τα | πάρκα |
γενική | του | πάρκου | των | πάρκων |
αιτιατική | το | πάρκο | τα | πάρκα |
κλητική | πάρκο | πάρκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική parco < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)
- πάρκο < (άμεσο δάνειο) γαλλική parc < μέση γαλλική parc < παλαιά γαλλική parc < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπάρκο ουδέτερο
- χώρος που έχει διαμορφωθεί με κήπους και δέντρα και τον επισκέπτονται άνθρωποι για ψυχαγωγικούς ή ερευνητικούς σκοπούς
- κατασκευή με ειδική περίφραξη, μέσα στην οποία κοιμούνται ή κινούνται περιορισμένα και με ασφάλεια πολύ μικρά παιδιά
Συγγενικά
επεξεργασία- λούνα παρκ
- παρκάκι
- παρκάρισμα
- παρκάρω
- → δείτε τη λέξη παρκέ
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αρχαιολογικό πάρκο
- βιομηχανικό πάρκο
- εθνικό πάρκο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πάρκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία χώρος αναψυχής
|