πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάρκο τα πάρκα
      γενική του πάρκου των πάρκων
    αιτιατική το πάρκο τα πάρκα
     κλητική πάρκο πάρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πάρκο (1)
πάρκο (2)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάρκο ουδέτερο

  1. χώρος που έχει διαμορφωθεί με κήπους και δέντρα και τον επισκέπτονται άνθρωποι για ψυχαγωγικούς ή ερευνητικούς σκοπούς
  2. κατασκευή με ειδική περίφραξη, μέσα στην οποία κοιμούνται ή κινούνται περιορισμένα και με ασφάλεια πολύ μικρά παιδιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία