↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εθνικό πάρκο τα εθνικά πάρκα
      γενική του εθνικού πάρκου των εθνικών πάρκων
    αιτιατική το εθνικό πάρκο τα εθνικά πάρκα
     κλητική εθνικό πάρκο εθνικά πάρκα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εθνικό πάρκο < εθνικό (ουδέτερο) & πάρκο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική national park

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εθνικό πάρκο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία