βιότοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /viˈo.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ό‐το‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιότοπος αρσενικό
- (βιολογία) η περιοχή που προσφέρει σε μια βιοκοινότητα σχετικά ομοιόμορφες συνθήκες ζωής