Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικότοπος οι οικότοποι
      γενική του οικότοπου
οικοτόπου
των οικότοπων
οικοτόπων
    αιτιατική τον οικότοπο τους οικότοπους
οικοτόπους
     κλητική οικότοπε οικότοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικότοπος < οίκ(ος) + -ό- + -τοπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική habitat)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικότοπος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία