γεώτοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γεώτοπος | οι | γεώτοποι |
γενική | του | γεώτοπου & γεωτόπου |
των | γεώτοπων & γεωτόπων |
αιτιατική | τον | γεώτοπο | τους | γεώτοπους & γεωτόπους |
κλητική | γεώτοπε | γεώτοποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεώτοπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική geotope < γεώ- + -τοπος < αρχαία ελληνική γῆ + τόπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝeˈo.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ώ‐το‐πος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεώτοπος αρσενικό
- (οικολογία) τόπος που παρουσιάζει ενδιαφέρον από γεωλογικής ή γεωμορφολογικής άποψης (περισσότερο για τους τουρίστες παρά για τους γεωλόγους)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γεωπάρκο
- γεώτοπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)