Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -τοπος οι -τοποι
      γενική του -τοπου των -τοπων
    αιτιατική τον -τοπο τους -τοπους
     κλητική -τοπε -τοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-τοπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -τοπος < αρχαία ελληνική τόπος και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -tope < αρχαία ελληνική -τόπος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /to.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -το‐πος

  Επίθημα επεξεργασία

-τοπος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -τοποςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα