θαμνότοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θaˈmno.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐μνό‐το‐πος
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαμνότοπος αρσενικό
- περιοχή η οποία καλύπτεται από θάμνους
- ※ Τα σύμπυκνα δάση και οι θαμνότοποι καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του όρους, δημιουργώντας ένα πυριγενές περιβάλλον που ευνοεί τη συχνή εμφάνιση δασικών πυρκαγιών.
- Ηλίας Ντούφας, Κάλλιον του θεραπεύειν, το προλαμβάνειν, naftemporiki.gr, 29 Αυγούστου 2021
- ※ Τα σύμπυκνα δάση και οι θαμνότοποι καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του όρους, δημιουργώντας ένα πυριγενές περιβάλλον που ευνοεί τη συχνή εμφάνιση δασικών πυρκαγιών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)