Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριότοπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αγριότοπ
ος
οι
αγριότοπ
οι
γενική
του
αγριότοπ
ου
των
αγριότοπ
ων
αιτιατική
τον
αγριότοπ
ο
τους
αγριότοπ
ους
κλητική
αγριότοπ
ε
αγριότοπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριότοπος
<
αγριό-
+
-τοπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριότοπος
αρσενικό
τόπος
άγριος
,
δύσβατος
και
άγονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριότοπος
αγγλικά
:
wilderness
(en)
,
bush
(en)