ενικός         πληθυντικός  
wilderness wildernesses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wilderness (en)

  1. η ερημιά, η μοναξιά, ένα μέρος που οι άνθρωποι δεν φροντίζουν ούτε ελέγχουν
    He lives on in his own in the wilderness.
    Zει μόνος στην ερημιά.
    What have you come into this wilderness for?
    Τι ήρθες να κάμεις σ' αυτή την ερημιά;
    the wilderness of the forest - η μοναξιά του δάσους
  2. (μεταφορικά) ανεξερεύνητο πεδίο, τομέας κτλ.