δύσβατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δύσβατος | η | δύσβατη | το | δύσβατο |
γενική | του | δύσβατου | της | δύσβατης | του | δύσβατου |
αιτιατική | τον | δύσβατο | τη | δύσβατη | το | δύσβατο |
κλητική | δύσβατε | δύσβατη | δύσβατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δύσβατοι | οι | δύσβατες | τα | δύσβατα |
γενική | των | δύσβατων | των | δύσβατων | των | δύσβατων |
αιτιατική | τους | δύσβατους | τις | δύσβατες | τα | δύσβατα |
κλητική | δύσβατοι | δύσβατες | δύσβατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δύσβατος < αρχαία ελληνική δύσβατος < δυσ- + βαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαδύσβατος, -η, -ο
- που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τον περάσει, να τον διαβεί, επειδή είναι παρουσιάζει πολλά φυσικά εμπόδια
- ↪Ένα στενό και δύσβατο μονοπάτι, πνιγμένο στα βάτα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δύσβατος