impraticable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impraticable | impraticables |
Επίθετο
επεξεργασίαimpraticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ανεφάρμοστος
- που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
- δύσβατος, αδιάβατος
ενικός | πληθυντικός |
impraticable | impraticables |
impraticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό