ενικός         πληθυντικός  
impraticable impraticables

  Επίθετο

επεξεργασία

impraticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεφάρμοστος
  2. που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
  3. δύσβατος, αδιάβατος