Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάβατος η αδιάβατη το αδιάβατο
      γενική του αδιάβατου της αδιάβατης του αδιάβατου
    αιτιατική τον αδιάβατο την αδιάβατη το αδιάβατο
     κλητική αδιάβατε αδιάβατη αδιάβατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάβατοι οι αδιάβατες τα αδιάβατα
      γενική των αδιάβατων των αδιάβατων των αδιάβατων
    αιτιατική τους αδιάβατους τις αδιάβατες τα αδιάβατα
     κλητική αδιάβατοι αδιάβατες αδιάβατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάβατος < α- στερητικό + διαβαίνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιάβατος, -η, -ο

  • που είναι αδύνατον να τον διαβεί κανείς
    με τις βροχές το μονοπάτι είχε γεμίσει λάσπες και ήταν πια αδιάβατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία