αδιάβατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αδιάβατος, -η, -ο
- που είναι αδύνατον να τον διαβεί κανείς
- ↪ με τις βροχές το μονοπάτι είχε γεμίσει λάσπες και ήταν πια αδιάβατο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάβατος