↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεφάρμοστος η ανεφάρμοστη το ανεφάρμοστο
      γενική του ανεφάρμοστου της ανεφάρμοστης του ανεφάρμοστου
    αιτιατική τον ανεφάρμοστο την ανεφάρμοστη το ανεφάρμοστο
     κλητική ανεφάρμοστε ανεφάρμοστη ανεφάρμοστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεφάρμοστοι οι ανεφάρμοστες τα ανεφάρμοστα
      γενική των ανεφάρμοστων των ανεφάρμοστων των ανεφάρμοστων
    αιτιατική τους ανεφάρμοστους τις ανεφάρμοστες τα ανεφάρμοστα
     κλητική ανεφάρμοστοι ανεφάρμοστες ανεφάρμοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεφάρμοστος < α στερητικό και εφαρμόζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεφάρμοστος

  1. που ρεαλιστικά, αντικειμενικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί, είναι αδύνατη η εφαρμογή του
  2. που δεν εφαρμόστηκε επειδή συνέτρεχαν λόγοι, που έμεινε σε θεωρητική ισχύ, που δεν ίσχυσε τελικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία