ανεφάρμοστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανεφάρμοστος
- που ρεαλιστικά, αντικειμενικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί, είναι αδύνατη η εφαρμογή του
- που δεν εφαρμόστηκε επειδή συνέτρεχαν λόγοι, που έμεινε σε θεωρητική ισχύ, που δεν ίσχυσε τελικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεφάρμοστος