δυσπρόσιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσπρόσιτος < αρχαία ελληνική δυσπρόσιτος < δυσ- + προσιτός < πρόσειμι < εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ey-
Επίθετο
επεξεργασίαδυσπρόσιτος, -η, -ο'
- που δύσκολα τον προσεγγίζουμε, τον φτάνουμε
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσπρόσιτος