ευκολοπλησίαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ευκολοπλησίαστος, -η, -ο
- που προσεγγίζεται εύκολα
- Ήτον ευκολοπλησίαστος εις όλους, πράος, άκακος, γαληνός, και διαλεγόμενος εις όλους με πρόσωπον ήμερον. (Συναξάριον Ιωάννου του Βατάτζη)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευκολοπλησίαστος
|