↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσιτός η προσιτή το προσιτό
      γενική του προσιτού της προσιτής του προσιτού
    αιτιατική τον προσιτό την προσιτή το προσιτό
     κλητική προσιτέ προσιτή προσιτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσιτοί οι προσιτές τα προσιτά
      γενική των προσιτών των προσιτών των προσιτών
    αιτιατική τους προσιτούς τις προσιτές τα προσιτά
     κλητική προσιτοί προσιτές προσιτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσιτός < αρχαία ελληνική προσιτός < πρόσειμι

  Επίθετο

επεξεργασία

προσιτός

  1. (για πράγματα ή τοποθεσίες) που μπορεί κάποιος να προσεγγίσει, να πλησιάσει, να μπει
     συνώνυμα: προσπελάσιμος
     αντώνυμα: απρόσιτος
  2. (για πρόσωπα) που μπορεί κάποιος να πλησιάσει, να δει, να συναντήσει
     συνώνυμα: καταδεκτικός, προσηνής
  3. (για τιμές) φθηνός
  4. (για κείμενο/βιβλίο) απλός, κατανοητός

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία