ευπρόσιτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευπρόσιτος < αρχαία ελληνική εὐπρόσιτος < εὖ + προσιτός < πρόσειμι < εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ey-
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ευπρόσιτος, -η, -ο
- που προσεγγίζεται εύκολα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευπρόσιτος