Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευκολο-
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πρόθημα
1.3
Αντώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευκολο-
<
μεσαιωνική ελληνική
εὐκολο-
<
αρχαία ελληνική
εὔκολος
Πρόθημα
επεξεργασία
ευκολο-
πρώτο
συνθετικό
με το οποίο αποδίδεται
ευκολία
στο νοούμενο από το δεύτερο συνθετικό
Αντώνυμα
επεξεργασία
δυσκολο-
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευκολο-