Δείτε επίσης: ἀγριο-, άγριο

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγριο- < ἄγριο(ς)
  • η σημασία «άξεστος» < ελληνιστική σημασία
  • η σημασία «με απότομα χαρακτηριστικά» < μεσαιωνική σημασία [1]

αγριο-, αγριό-, αγρι-

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αγριό- όταν μετακινείται ο τόνος στη σύνθεση
  • αγρι- πριν από φωνήεν

Αναφορές

επεξεργασία