αγριάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγριάνθρωπος | οι | αγριάνθρωποι |
γενική | του | αγριάνθρωπου & αγριανθρώπου |
των | αγριάνθρωπων & αγριανθρώπων |
αιτιατική | τον | αγριάνθρωπο | τους | αγριάνθρωπους & αγριανθρώπους |
κλητική | αγριάνθρωπε | αγριάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγριάνθρωπος αρσενικό
- άνθρωπος απεριποίητος που μοιάζει στην όψη με άγριο
- ο ναυαγισμένος Οδυσσέας εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στη Ναυσικά ταλαιπωρημένος και τρομακτικός, σωστός αγριάνθρωπος
- άνθρωπος χωρίς ευγένεια στους τρόπους, βάρβαρος, αγροίκος
- άνθρωπος που ζει σαν άγριος, μακριά από τον πολιτισμό