αγριοφωνάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριοφωνάρα | οι | αγριοφωνάρες |
γενική | της | αγριοφωνάρας | — | |
αιτιατική | την | αγριοφωνάρα | τις | αγριοφωνάρες |
κλητική | αγριοφωνάρα | αγριοφωνάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγριοφωνάρα θηλυκό
- άγρια δυνατή φωνή, συνήθως κάποιου που είναι πολύ θυμωμένος και επιπλήττει κάποιους άλλους
- ηχηρή ενοχλητική φάλτσα φωνή συνήθως αντιπαθητικού ατόμου
- Αν η αγριοφωνάρα σου δεν πάψει πάραυτα, θα σε ταΐσω σιγή με τον τρόπο που ξέρω!
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγριοφωνάρα