Ετυμολογία

επεξεργασία
braillement < brailler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁɑj.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
braillement braillements

braillement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία