Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρίγκλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στρίγκλισμα
τα
στριγκλίσμα
τ
α
γενική
του
στριγκλίσμα
τ
ος
των
στριγκλισμά
τ
ων
αιτιατική
το
στρίγκλισμα
τα
στριγκλίσμα
τ
α
κλητική
στρίγκλισμα
στριγκλίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρίγκλισμα
<
στριγκλίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στρίγκλισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
στριγκλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρίγκλισμα
αγγλικά
:
screech
(en)