Ετυμολογία

επεξεργασία
στριγκλίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στριγγλίζω < ελληνιστική κοινή στρίγξ (κουκουβάγια) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾiŋˈɡli.zo/ & /stɾiˈɡli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρι‐γκλί‐ζω

στριγκλίζω, αόρ.: στρίγγλισα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • στριγγλίζω (κατά τη μεσαιωνική γραφή μεγγ⟩)[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στριγκλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «στριγγλίζω και στριγκλίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)