στριγκλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στριγκλίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στριγγλίζω < ελληνιστική κοινή στρίγξ (κουκουβάγια) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾiŋˈɡli.zo/ & /stɾiˈɡli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρι‐γκλί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαστριγκλίζω, αόρ.: στρίγγλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- φωνάζω με τόνο οξύ και διαπεραστικό
Άλλες γραφές
επεξεργασία- στριγγλίζω (κατά τη μεσαιωνική γραφή με ⟨γγ⟩)[2]
Συγγενικά
επεξεργασία- στριγκλιάζω
- → δείτε τη λέξη στρίγκλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στριγκλίζω | στρίγκλιζα | θα στριγκλίζω | να στριγκλίζω | στριγκλίζοντας | |
β' ενικ. | στριγκλίζεις | στρίγκλιζες | θα στριγκλίζεις | να στριγκλίζεις | στρίγκλιζε | |
γ' ενικ. | στριγκλίζει | στρίγκλιζε | θα στριγκλίζει | να στριγκλίζει | ||
α' πληθ. | στριγκλίζουμε | στριγκλίζαμε | θα στριγκλίζουμε | να στριγκλίζουμε | ||
β' πληθ. | στριγκλίζετε | στριγκλίζατε | θα στριγκλίζετε | να στριγκλίζετε | στριγκλίζετε | |
γ' πληθ. | στριγκλίζουν(ε) | στρίγκλιζαν στριγκλίζαν(ε) |
θα στριγκλίζουν(ε) | να στριγκλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρίγκλισα | θα στριγκλίσω | να στριγκλίσω | στριγκλίσει | ||
β' ενικ. | στρίγκλισες | θα στριγκλίσεις | να στριγκλίσεις | στρίγκλισε | ||
γ' ενικ. | στρίγκλισε | θα στριγκλίσει | να στριγκλίσει | |||
α' πληθ. | στριγκλίσαμε | θα στριγκλίσουμε | να στριγκλίσουμε | |||
β' πληθ. | στριγκλίσατε | θα στριγκλίσετε | να στριγκλίσετε | στριγκλίστε | ||
γ' πληθ. | στρίγκλισαν στριγκλίσαν(ε) |
θα στριγκλίσουν(ε) | να στριγκλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στριγκλίσει | είχα στριγκλίσει | θα έχω στριγκλίσει | να έχω στριγκλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στριγκλίσει | είχες στριγκλίσει | θα έχεις στριγκλίσει | να έχεις στριγκλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στριγκλίσει | είχε στριγκλίσει | θα έχει στριγκλίσει | να έχει στριγκλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στριγκλίσει | είχαμε στριγκλίσει | θα έχουμε στριγκλίσει | να έχουμε στριγκλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στριγκλίσει | είχατε στριγκλίσει | θα έχετε στριγκλίσει | να έχετε στριγκλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στριγκλίσει | είχαν στριγκλίσει | θα έχουν στριγκλίσει | να έχουν στριγκλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στριγκλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «στριγγλίζω και στριγκλίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)