οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οξύ | τα | οξέα |
γενική | του | οξέος | των | οξέων |
αιτιατική | το | οξύ | τα | οξέα |
κλητική | οξύ | οξέα | ||
όπως «οξύ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οξύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὀξύς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οξύ ουδέτερο
- (χημεία) κάθε χημική ένωση που κατά τις αντιδράσεις της παρουσιάζει την τάση να προσλαμβάνει ένα τουλάχιστον ζεύγος ηλεκτρονίων για το σχηματισμό χημικού δεσμού και, συνήθως, περιέχει κατιόντα υδρογόνου
- ⮡ υδροχλωρικό οξύ
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ακετυλοσαλικυλικό οξύ
- ακρυλικό οξύ
- ανθρακικό οξύ
- ασπαραγινικό οξύ
- ασπαρτικό οξύ
- βενζοϊκό οξύ
- γλουταμικό οξύ
- γλουταμινικό οξύ
- δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ
- δεσοξυριβονουκλεϊνικό οξύ
- εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ
- ερουκικό οξύ
- θειικό οξύ
- καρβονικό οξύ
- κιτρικό οξύ
- ουρικό οξύ
- πικρικό οξύ
- σορβικό οξύ
- υαλουρονικό οξύ
- υδραζωτικό οξύ
- υδροχλωρικό οξύ
- φθαλικό οξύ
- φολικό οξύ
- φωσφορικό οξύ
- χολικό οξύ
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
οξύ στη Βικιπαίδεια