ηλεκτρόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ηλεκτρόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία όπως η αγγλική electron < νεολατινική electricus < λατινική electrum < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον (κεχριμπάρι) + -ιον > -ιο για τη διάκριση με τη λέξη ήλεκτρο[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.leˈktɾo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λε‐κτρό‐νι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλεκτρόνιο ουδέτερο
- το στοιχειώδες σωματίδιο που έχει αρνητικό φορτίο και κινείται σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου
- ⮡ το ηλεκτρόνιο είναι από τα μικρότερα σωματίδια που κατορθώσαμε να απομονώσουμε
Υπώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλεκτρόνιο
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ηλεκτρόνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας