ηλεκτρόνιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηλεκτρόνιο < αγγλική electron < νεολατινική electricus < λατινική electrum < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον (κεχριμπάρι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.lɛ.ˈktɾɔ.ni.ɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηλεκτρόνιο ουδέτερο
- το στοιχειώδες σωματίδιο που έχει αρνητικό φορτίο και κινείται σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου
- το ηλεκτρόνιο είναι από τα μικρότερα σωματίδια που κατορθώσαμε να απομονώσουμε
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ηλεκτρόνιο