Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήλεκτρο τα ήλεκτρα
      γενική του ήλεκτρου των ήλεκτρων
    αιτιατική το ήλεκτρο τα ήλεκτρα
     κλητική ήλεκτρο ήλεκτρα
Δείτε και την κλίση του ήλεκτρον.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ήλεκτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἤλεκτρον
 
Ακατέργαστο ήλεκτρο (κεχριμπάρι), απολιθωμένη ρετσίνι, που βρίσκει κανείς ιδιαίτερα σε παλιές βελανιδιές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ήλεκτρο ουδέτερο

  1. το κεχριμπάρι
  2. κράμα από χρυσό και ασήμι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Από την ιδιότητα του να έλκει τ΄ αντικείμενα σε μεγαλύτερο βαθμό, όταν τρίβεται, τού αποδόθηκε αυτό που σήμερα ονομάζομαι ηλεκτρισμό.[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εγχειρίδιο Φυσικής για τους μαθητές της Στ΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 1964