Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετσίνι τα ρετσίνια
      γενική του ρετσινιού των ρετσινιών
    αιτιατική το ρετσίνι τα ρετσίνια
     κλητική ρετσίνι ρετσίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ρετσίνι

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετσίνι < μετάπλαση για τη μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈt͡si.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐τσί‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετσίνι ουδέτερο

  1. κολλώδης και ημιδιάφανη αρωματική ουσία με κιτρινωπό ή κεχριμπαρένιο χρώμα, που εκκρίνεται από ορισμένα δέντρα, κυρίως από το πεύκο, στα σημεία που υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα
  2. η παραπάνω ουσία που, μετά από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται στην παρασκευή βερνικιών και λούστρων· με αυτήν, επίσης, επαλείφονται τα τόξα των έγχορδων οργάνων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία