αρετσίνωτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρετσίνωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρετσίνωτος < α- + ρετσινώνω + -τος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρετσίνωτο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρετσίνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρετσίνωτο