αρετσίνωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρετσίνωτος < α- + ρετσινώνω + -τος[1] < ρετσίνι < μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη / ῥητζίνη < αρχαία ελληνική ῥητίνη
Επίθετο
επεξεργασίααρετσίνωτος, -η, -ο
- που δεν περιέχει ρετσίνι
- (ουσιαστικοποιημένο) αρετσίνωτο: κρασί που δεν περιέχει ρετσίνι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρετσίνωτος
- ↑ αρετσίνωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας