↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρετσίνωτος η αρετσίνωτη το αρετσίνωτο
      γενική του αρετσίνωτου της αρετσίνωτης του αρετσίνωτου
    αιτιατική τον αρετσίνωτο την αρετσίνωτη το αρετσίνωτο
     κλητική αρετσίνωτε αρετσίνωτη αρετσίνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρετσίνωτοι οι αρετσίνωτες τα αρετσίνωτα
      γενική των αρετσίνωτων των αρετσίνωτων των αρετσίνωτων
    αιτιατική τους αρετσίνωτους τις αρετσίνωτες τα αρετσίνωτα
     κλητική αρετσίνωτοι αρετσίνωτες αρετσίνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρετσίνωτος < α- + ρετσινώνω + -τος[1] < ρετσίνι < μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη / ῥητζίνη < αρχαία ελληνική ῥητίνη

  Επίθετο

επεξεργασία

αρετσίνωτος, -η, -ο

  1. που δεν περιέχει ρετσίνι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αρετσίνωτο: κρασί που δεν περιέχει ρετσίνι

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία