↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρετσινάτος η ρετσινάτη το ρετσινάτο
      γενική του ρετσινάτου της ρετσινάτης του ρετσινάτου
    αιτιατική τον ρετσινάτο τη ρετσινάτη το ρετσινάτο
     κλητική ρετσινάτε ρετσινάτη ρετσινάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρετσινάτοι οι ρετσινάτες τα ρετσινάτα
      γενική των ρετσινάτων των ρετσινάτων των ρετσινάτων
    αιτιατική τους ρετσινάτους τις ρετσινάτες τα ρετσινάτα
     κλητική ρετσινάτοι ρετσινάτες ρετσινάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρετσινάτος < ρετσίνα + -άτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ρετσινάτος

  1. που έχει ή περιέχει ρετσίνι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ρετσινάτο: κρασί που περιέχει ρετσίνι
     αντώνυμα: αρετσίνωτο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία