ρητίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρητίνη | οι | ρητίνες |
γενική | της | ρητίνης | των | ρητινών |
αιτιατική | τη | ρητίνη | τις | ρητίνες |
κλητική | ρητίνη | ρητίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρητίνη < ῥητίνη (< προελληνική )
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρητίνη θηλυκό
- παχύρρευστη και κολλώδης ουσία που εκκρίνεται με φυσικό τρόπο από τον φλοιό κυρίως των κωνοφόρων δέντρων, στα σημεία που υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα
- άλλες μορφές: ρετσίνι
- κάθε όμοια παχύρρευστη χημική ουσία με ειδική επεξεργασία που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, π.χ. στην κατασκευή πλαστικών υλών, βαφών, βερνικιών κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρητίνη
|