Δείτε επίσης: ῥητίνη, ρετσίνι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρητίνη οι ρητίνες
      γενική της ρητίνης των ρητινών
    αιτιατική τη ρητίνη τις ρητίνες
     κλητική ρητίνη ρητίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φυσική ροή ρητίνης
 
συλλογή ρητίνης με τεχνητή ροή

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρητίνη < ῥητίνη (< προελληνική )

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρητίνη θηλυκό

  1. παχύρρευστη και κολλώδης ουσία που εκκρίνεται με φυσικό τρόπο από τον φλοιό κυρίως των κωνοφόρων δέντρων, στα σημεία που υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα
    άλλες μορφές: ρετσίνι
  2. κάθε όμοια παχύρρευστη χημική ουσία με ειδική επεξεργασία που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, π.χ. στην κατασκευή πλαστικών υλών, βαφών, βερνικιών κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία