Δείτε επίσης: ῥητίνη, ρετσίνι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρητίνη οι ρητίνες
      γενική της ρητίνης των ρητινών
    αιτιατική τη ρητίνη τις ρητίνες
     κλητική ρητίνη ρητίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φυσική ροή ρητίνης
συλλογή ρητίνης με τεχνητή ροή

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρητίνη θηλυκό

  1. παχύρρευστη και κολλώδης ουσία που εκκρίνεται με φυσικό τρόπο από τον φλοιό κυρίως των κωνοφόρων δέντρων, στα σημεία που υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα
    άλλες μορφές: ρετσίνι
  2. κάθε όμοια παχύρρευστη χημική ουσία με ειδική επεξεργασία που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, π.χ. στην κατασκευή πλαστικών υλών, βαφών, βερνικιών κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία