κωνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωνοφόρος < (ελληνιστική κοινή) κωνοφόρος < αρχαία ελληνική κῶνος + -φόρος (<φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίακωνοφόρος, -α / -ος, -ο
- (βοτανική) για δέντρο του οποίου οι καρποί (τα αναπαραγωγικά τμήματα) μοιάζουν με κώνο