ρητινώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρητινώδης < αρχαία ελληνική ῥητινώδης < ῥητίνη
Επίθετο επεξεργασία
ρητινώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με ρητίνη
- ρητινοφόρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρητίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρητινώδης
|
ρητινοφόρος
|