Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρητινοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρητινοφόρ
ος
η
ρητινοφόρ
α
το
ρητινοφόρ
ο
γενική
του
ρητινοφόρ
ου
της
ρητινοφόρ
ας
του
ρητινοφόρ
ου
αιτιατική
τον
ρητινοφόρ
ο
τη
ρητινοφόρ
α
το
ρητινοφόρ
ο
κλητική
ρητινοφόρ
ε
ρητινοφόρ
α
ρητινοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρητινοφόρ
οι
οι
ρητινοφόρ
ες
τα
ρητινοφόρ
α
γενική
των
ρητινοφόρ
ων
των
ρητινοφόρ
ων
των
ρητινοφόρ
ων
αιτιατική
τους
ρητινοφόρ
ους
τις
ρητινοφόρ
ες
τα
ρητινοφόρ
α
κλητική
ρητινοφόρ
οι
ρητινοφόρ
ες
ρητινοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρητινοφόρος
<
ρητίνη
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
ρητινοφόρος, -α (-ος), -ο
που περιέχει ή που
εκκρίνει
ρητίνη
το
πεύκο
είναι
ρητινοφόρο
αειθαλές δέντρο
Συνώνυμα
επεξεργασία
ρητινικός
ρητινούχος
ρητινώδης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ρητίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρητινοφόρος
αγγλικά
:
resiniferous
(en)
,
resinous
(en)
,
greasy
(en)