ρητινόλασπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρητινόλασπη | οι | ρητινόλασπες |
γενική | της | ρητινόλασπης | — | |
αιτιατική | τη | ρητινόλασπη | τις | ρητινόλασπες |
κλητική | ρητινόλασπη | ρητινόλασπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρητινόλασπη θηλυκό
- παχύρρευστη πολτώδης ουσία που κατά καλείται στον πάτο του βαρελιού παρασκευής και αποθήκευσης ρετσίνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρητινόλασπη
|