πολτώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολτώδης | η | πολτώδης | το | πολτώδες |
γενική | του | πολτώδους | της | πολτώδους | του | πολτώδους |
αιτιατική | τον | πολτώδη | την | πολτώδη | το | πολτώδες |
κλητική | πολτώδη(ς) | πολτώδης | πολτώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολτώδεις | οι | πολτώδεις | τα | πολτώδη |
γενική | των | πολτωδών | των | πολτωδών | των | πολτωδών |
αιτιατική | τους | πολτώδεις | τις | πολτώδεις | τα | πολτώδη |
κλητική | πολτώδεις | πολτώδεις | πολτώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολτώδης < ελληνιστική κοινή πολτώδης < αρχαία ελληνική πόλτος
Επίθετο επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πολτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολτώδης
|
- ↑ πολτώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πολτώδης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)