αποθήκευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθήκευση | οι | αποθηκεύσεις |
γενική | της | αποθήκευσης* | των | αποθηκεύσεων |
αιτιατική | την | αποθήκευση | τις | αποθηκεύσεις |
κλητική | αποθήκευση | αποθηκεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθηκεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποθήκευση θηλυκό
- η ενέργεια του αποθηκεύω, η τοποθέτηση σε αποθήκη ή άλλο μέρος για διατήρηση ή για φύλαξη
- (πληροφορική) η εγγραφή ενός αρχείου στο δίσκο
- (πληροφορική) η εγγραφή δεδομένων σε μνήμη