αποθήκευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποθήκευση θηλυκό
- η ενέργεια του αποθηκεύω, η τοποθέτηση σε αποθήκη ή άλλο μέρος για διατήρηση ή για φύλαξη
- (πληροφορική) η εγγραφή ενός αρχείου στο δίσκο
- (πληροφορική) η εγγραφή δεδομένων σε μνήμη