Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαζική αποθήκευση < → δείτε τις λέξεις μαζικός και αποθήκευση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mass storage

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μαζική αποθήκευση

Υπώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία