Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποθηκεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθηκεύω
  2. θα αποθηκεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθηκεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποθηκεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθήκευση