↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατήρηση οι διατηρήσεις
      γενική της διατήρησης* των διατηρήσεων
    αιτιατική τη διατήρηση τις διατηρήσεις
     κλητική διατήρηση διατηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατήρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διατήρησις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.aˈti.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐τή‐ρη‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατήρηση θηλυκό

  • η εξασφάλιση της άρτιας κατάστασης ενός αντικειμένου
    ⮡  Η διατήρηση της φυσικής μας κατάστασης είναι σημαντικός δείκτης της ψυχοσωματικής μας υγείας.
    ⮡  Η ασφαλής διατήρηση των αρχειακών τεκμηρίων ή των βιβλίων από τους επαγγελματίες κρίνεται απαραίτητη για την διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία