Δείτε επίσης: préservation

  Ετυμολογία

επεξεργασία
preservation < preserve + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

preservation (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η διατήρηση, η διαφύλαξη, η ενέργεια του να διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση ή σε καλή κατάσταση
    ⮡  the preservation of the environment - η διατήρηση του περιβάλλοντος
    ⮡  All our main concern should be the preservation of our health.
    Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
  2. η διατήρηση, η ενέργεια του να διατηρώ κάτι ίδιο
    ⮡  Conservatives fight for preservation of the status quo.
    Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
  3. ο βαθμός στον οποίο κάτι δεν έχει αλλάξει ή καταστραφεί από την ηλικία, τον καιρό, κτλ.
    ⮡  good/wonderful state of preservation - καλά/θαυμάσια διατηρημένος