• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

διαφύλαξη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαφύλαξη οι διαφυλάξεις
      γενική της διαφύλαξης
& διαφυλάξεως
των διαφυλάξεων
    αιτιατική τη διαφύλαξη τις διαφυλάξεις
     κλητική διαφύλαξη διαφυλάξεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαφύλαξη < διαφύλαξις < αρχαία ελληνική διαφυλάσσω και διαφυλάττω < διά + φυλάττω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαφύλαξη θηλυκό

  • προστασία, προσεκτική συντήρηση και διατήρηση αγαθών, υπεράσπιση για να περισωθεί κάτι σημαντικό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διαφύλαξη
  • αγγλικά : preservation (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαφύλαξη&oldid=4863447"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 21:32

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 21:32.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie