διαφύλαξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαφύλαξη < διαφύλαξις < αρχαία ελληνική διαφυλάσσω και διαφυλάττω < διά + φυλάττω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαφύλαξη θηλυκό
- προστασία, προσεκτική συντήρηση και διατήρηση αγαθών, υπεράσπιση για να περισωθεί κάτι σημαντικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαφύλαξη