περισώζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈso.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαπερισώζω, αόρ.: περιέσωσα, παθ.φωνή: περισώζομαι, π.αόρ.: περισώθηκα, μτχ.π.π.: περισωσμένος
- διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε πολλά άλλα, από ένα σύνολο που καταστράφηκε ή που κινδυνεύει
- το Λιμενικό Σώμα περιέσωσε σήμερα τριάντα ανθρώπους από το ναυάγιο
- κατάφερα να περισώσω μερικά πράγματα από την πυρκαγιά που κατέστρεψε το σπίτι
- ≈ συνώνυμα: σώζω, περισυλλέγω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περισώζω | περιέσωζα | θα περισώζω | να περισώζω | περισώζοντας | |
β' ενικ. | περισώζεις | περιέσωζες | θα περισώζεις | να περισώζεις | (περίσωζε) | |
γ' ενικ. | περισώζει | περιέσωζε | θα περισώζει | να περισώζει | ||
α' πληθ. | περισώζουμε | περισώζαμε | θα περισώζουμε | να περισώζουμε | ||
β' πληθ. | περισώζετε | περισώζατε | θα περισώζετε | να περισώζετε | περισώζετε | |
γ' πληθ. | περισώζουν(ε) | περιέσωζαν περισώζαν(ε) |
θα περισώζουν(ε) | να περισώζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιέσωσα | θα περισώσω | να περισώσω | περισώσει | ||
β' ενικ. | περιέσωσες | θα περισώσεις | να περισώσεις | (περίσωσε) | ||
γ' ενικ. | περιέσωσε | θα περισώσει | να περισώσει | |||
α' πληθ. | περισώσαμε | θα περισώσουμε | να περισώσουμε | |||
β' πληθ. | περισώσατε | θα περισώσετε | να περισώσετε | περισώστε | ||
γ' πληθ. | περιέσωσαν περισώσαν(ε) |
θα περισώσουν(ε) | να περισώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περισώσει | είχα περισώσει | θα έχω περισώσει | να έχω περισώσει | ||
β' ενικ. | έχεις περισώσει | είχες περισώσει | θα έχεις περισώσει | να έχεις περισώσει | έχε περισωσμένο | |
γ' ενικ. | έχει περισώσει | είχε περισώσει | θα έχει περισώσει | να έχει περισώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περισώσει | είχαμε περισώσει | θα έχουμε περισώσει | να έχουμε περισώσει | ||
β' πληθ. | έχετε περισώσει | είχατε περισώσει | θα έχετε περισώσει | να έχετε περισώσει | έχετε περισωσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν περισώσει | είχαν περισώσει | θα έχουν περισώσει | να έχουν περισώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περισωσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περισωσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περισωσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περισωσμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περισώζομαι | περισωζόμουν(α) | θα περισώζομαι | να περισώζομαι | ||
β' ενικ. | περισώζεσαι | περισωζόσουν(α) | θα περισώζεσαι | να περισώζεσαι | ||
γ' ενικ. | περισώζεται | περισωζόταν(ε) | θα περισώζεται | να περισώζεται | ||
α' πληθ. | περισωζόμαστε | περισωζόμαστε περισωζόμασταν |
θα περισωζόμαστε | να περισωζόμαστε | ||
β' πληθ. | περισώζεστε | περισωζόσαστε περισωζόσασταν |
θα περισώζεστε | να περισώζεστε | περισώζεστε | |
γ' πληθ. | περισώζονται | περισώζονταν περισωζόντουσαν |
θα περισώζονται | να περισώζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περισώθηκα | θα περισωθώ | να περισωθώ | περισωθεί | ||
β' ενικ. | περισώθηκες | θα περισωθείς | να περισωθείς | περισώσου | ||
γ' ενικ. | περισώθηκε | θα περισωθεί | να περισωθεί | |||
α' πληθ. | περισωθήκαμε | θα περισωθούμε | να περισωθούμε | |||
β' πληθ. | περισωθήκατε | θα περισωθείτε | να περισωθείτε | περισωθείτε | ||
γ' πληθ. | περισώθηκαν περισωθήκαν(ε) |
θα περισωθούν(ε) | να περισωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περισωθεί | είχα περισωθεί | θα έχω περισωθεί | να έχω περισωθεί | περισωσμένος | |
β' ενικ. | έχεις περισωθεί | είχες περισωθεί | θα έχεις περισωθεί | να έχεις περισωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει περισωθεί | είχε περισωθεί | θα έχει περισωθεί | να έχει περισωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περισωθεί | είχαμε περισωθεί | θα έχουμε περισωθεί | να έχουμε περισωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε περισωθεί | είχατε περισωθεί | θα έχετε περισωθεί | να έχετε περισωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περισωθεί | είχαν περισωθεί | θα έχουν περισωθεί | να έχουν περισωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι περισωσμένος - είμαστε, είστε, είναι περισωσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν περισωσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν περισωσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι περισωσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι περισωσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι περισωσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι περισωσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία περισώζω
|