Δείτε επίσης: περισῴζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
περισώζω < αρχαία ελληνική περισῴζω < περί + σῴζω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + σώζω

περισώζω, αόρ.: περιέσωσα, παθ.φωνή: περισώζομαι, π.αόρ.: περισώθηκα, μτχ.π.π.: περισωσμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία