περισωσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περισωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περισώζω και περισώνω
Μετοχή επεξεργασία
περισωσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περισώζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περισωσμένος
|
περισωσμένος, -η, -ο
|